- κοσμοκόμης
- κοσμοκόμης, -ου, ὁ (Α)(για χτένα) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δενδρο-κόμης, κισσο-κόμης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμοκόμην — κοσμοκόμης dressing the hair masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek